Είναι αναμφισβήτητη η αξία της καλής ρύθμισης του σακχάρου αίματος στους διαβητικούς ασθενής. Τα τελευταία χρόνια υπήρξε μια συνεχή αναθεώρηση των στόχων της θεραπείας, με αποτέλεσμα την αύξηση του κινδύνου εμφάνισης υπογλυκαιμικών επεισοδίων, ιδιαίτερα σε ηλικιωμένους.
Ο όρος υπογλυκαιμία υποδηλώνει επίπεδα σακχάρου στο αίμα χαμηλότερα του φυσιολογικού, ωστόσο στην καθημερινή πράξη χρησιμοποιείται ο όρος αυτός για να περιγράφουν οι κλινικές εκδηλώσεις που εμφανίζονται με την μείωση των επιπέδων σακχάρου στο αίμα. Διαβητικοί μπορεί να παρουσιάσουν συμπτώματα με τιμές σακχάρου εντός των φυσιολογικών ορίων, ειδικά όσοι παρουσιάζουν αρρύθμιστο διαβήτη για μεγάλα χρονικά διαστήματα, ενώ από την άλλη μεριά, υγιείς κυρίως γυναίκες μπορεί σε νηστεία να παρουσιάζουν τιμές σακχάρου κάτω από 40 mg/dl χωρίς εμφάνιση κάποιας συμπτωματολογίας.
Κατά καιρούς έχουν γίνει προσπάθειες ταξινόμησης της υπογλυκαιμίας με πολλούς τρόπους και μπορεί να χαρακτηρισθεί ήπια, βαριά ή σοβαρή, νηστείας, μεταγευματική, βιοχημική, κλινική, ανεπίγνωστη, αντιδραστική κ.α. Αυτό που έχει μεγαλύτερη αξία όμως πέρα από κάθε ταξινόμηση είναι η πρόληψη, η εύρεση των αιτιών αυτής, η έγκαιρη διάγνωση και η αντιμετώπιση της.
Η υπογλυκαιμία συνήθως συνοδεύεται από συμπτώματα. Είναι λοιπόν μείζονος σημασίας να μπορούν να αναγνωρισθούν κάποια από αυτά για να μπορεί να γίνει έγκαιρα η αντιμετώπιση της. Ποια είναι αυτά τα συμπτώματα; Διακρίνονται σε δύο κύριες ομάδες α)αυτά που οφείλονται στην ενεργοποίηση του αυτονόμου νευρικού συστήματος και των αντιρροπιστικών ορμονών και β) εκείνα που οφείλονται στην ανεπαρκή πρόσληψη γλυκόζης από το κεντρικό νευρικό σύστημα. Τα τελευταία συνήθως παρουσιάζονται σε ακόμα χαμηλότερες τιμές σακχάρου. Η κλινική λοιπόν εικόνα που παρουσιάζει ένας ασθενής κατά τη διάρκεια της υπογλυκαιμίας είναι συνάρτηση τόσο των επιπέδων του σακχάρου του αίματος, όσο και της ταχύτητας με την οποία αυτό μειώνεται (ρυθμός πτώσης σακχάρου αίματος) και μπορεί να παρουσιαστεί με ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα συμπτώματα:
Εκδηλώσεις από το αυτόνομο νευρικό σύστημα
Εκδηλώσεις από το Κεντρικό Νευρικό Σύστημα ( νευρογλυκοπενικές )
Πόσο συχνά εμφανίζεται η υπογλυκαιμία σε ένα διαβητικό ασθενή; Από μελέτες που έχουν γίνει έχει φανεί πως δεν είναι καθόλου σπάνια επιπλοκή, φτάνει να αναφερθεί ότι ένας στους πέντε ασθενής που λαμβάνουν αγωγή με ινσουλίνη ή με αντιδιαβητικά δισκία που έχουν ινσουλινοεκκριτική δράση (σουλφονυλουρίες, μεγλιτινίδες), θα παρουσιάσει υπογλυκαιμικά συμπτώματα. Μικρότερης έντασης συμπτωματολογία την οποία αντιλαμβάνονται οι ασθενείς και διορθώνουν μόνοι τους θεωρείται ελαφρά υπογλυκαιμία, ενώ αν χρειάζεται υποστήριξη από δεύτερο άτομο ή και ενδοφλέβια χορήγηση αγωγής θεωρείται σοβαρή υπογλυκαιμία.
Άλλα συνήθη αίτια εμφάνισης υπογλυκαιμικών επεισοδίων είναι η παράλειψη ή η μεγάλη καθυστέρηση ενός γεύματος, η μειωμένη πρόσληψη αμυλούχων τροφών, η κατανάλωση αλκοόλ καθώς και η αυξημένη φυσική δραστηριότητα χωρίς την παράλληλη λήψη αυξημένης ποσότητας τροφής πλούσιας σε υδατάνθρακες. Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται επίσης σε ηλικιωμένα άτομα τα οποία παρουσιάζουν κάποιο βαθμό νεφρικής δυσλειτουργίας και λαμβάνουν υπογλυκαιμικούς παράγοντες. Υπάρχουν βέβαια και πολλές άλλες καταστάσεις που μπορούν περισσότερο ή λιγότερο να συμβάλλουν στην εμφάνιση υπογλυκαιμικών επεισοδίων.
Στατιστικά πάνω από τα μισά διαγνωσμένα περιστατικά υπογλυκαιμίας σε τμήμα επειγόντων οφείλονται στο είδος της θεραπείας (ινσουλίνη, σουλφονυλουρίες), στην μη συμμόρφωση των ασθενών στις ιατρικές οδηγίες και στην αλληλεπίδραση με άλλα φάρμακα. Δεδομένων των κινδύνων που προκαλούν οι υπογλυκαιμίες (απώλεια αισθήσεων, πτώσεις, τραυματισμοί, κώμα που μπορεί να είναι απειλητικοί για τη ζωή του ασθενούς) θα πρέπει να δίνεται η δέουσα προσοχή στην εκπαίδευση των ασθενών και στην επιλογή της κατάλληλης φαρμακευτικής αγωγής με στόχο την αποφυγή αυτών. Ο αυτοέλεγχος με μετρητή σακχάρου βοηθά σημαντικά στην πρόληψη των υπογλυκαιμιών. Η σωστή δοσολογία της ινσουλίνης ή των δισκίων, και οι κατάλληλες οδηγίες σχετικά με τη διατροφή και τη σωματική δραστηριότητα πρέπει να διδάσκονται με σαφήνεια και πληρότητα σε κάθε διαβητικό ασθενή.
Στην προσπάθεια αποφυγής των υπογλυκαιμιών έχει συμβάλει σημαντικά η ιατρική έρευνα εδώ και πολλά χρόνια. Νέα ανάλογα ινσουλίνης έχουν δημιουργηθεί με σκοπό να μιμηθούν όσο το δυνατόν καλύτερα την φυσιολογική έκκριση ινσουλίνης ενώ υπάρχει πλέον σημαντική εμπειρία και από την χρήση φαρμάκων που <<εκμεταλλεύτηκαν>> το φαινόμενο της ινκρετίνης. Πολλές κλινικές μελέτες αλλά και η καθ ημέρα πράξη έδειξαν πως η χρήση αυτών είναι ασφαλής και αποτελεσματική. Ιδιαίτερα σε ηλικιωμένους ασθενής με νεφρική νόσο όπου η πλειοψηφία των αντιδιαβητικών δισκίων αντενδείκνυται η χρήση αναστολέων DDP4 αποτελεί μια από τις σημαντικότερες και ασφαλέστερες επιλογές.
Συνοπτικές οδηγίες για την πρόληψη και αντιμετώπιση της υπογλυκαιμίας:
Η καλύτερη αντιμετώπιση των υπογλυκαιμιών ωστόσο παραμένει η πρόληψη γι αυτό είναι απαραίτητη η συμμόρφωση των ασθενών στις ιατρικές οδηγίες.
http://www.elodi.org/wp-content/uploads/sd26.pdf
Ο όρος υπογλυκαιμία υποδηλώνει επίπεδα σακχάρου στο αίμα χαμηλότερα του φυσιολογικού, ωστόσο στην καθημερινή πράξη χρησιμοποιείται ο όρος αυτός για να περιγράφουν οι κλινικές εκδηλώσεις που εμφανίζονται με την μείωση των επιπέδων σακχάρου στο αίμα. Διαβητικοί μπορεί να παρουσιάσουν συμπτώματα με τιμές σακχάρου εντός των φυσιολογικών ορίων, ειδικά όσοι παρουσιάζουν αρρύθμιστο διαβήτη για μεγάλα χρονικά διαστήματα, ενώ από την άλλη μεριά, υγιείς κυρίως γυναίκες μπορεί σε νηστεία να παρουσιάζουν τιμές σακχάρου κάτω από 40 mg/dl χωρίς εμφάνιση κάποιας συμπτωματολογίας.
Κατά καιρούς έχουν γίνει προσπάθειες ταξινόμησης της υπογλυκαιμίας με πολλούς τρόπους και μπορεί να χαρακτηρισθεί ήπια, βαριά ή σοβαρή, νηστείας, μεταγευματική, βιοχημική, κλινική, ανεπίγνωστη, αντιδραστική κ.α. Αυτό που έχει μεγαλύτερη αξία όμως πέρα από κάθε ταξινόμηση είναι η πρόληψη, η εύρεση των αιτιών αυτής, η έγκαιρη διάγνωση και η αντιμετώπιση της.
Η υπογλυκαιμία συνήθως συνοδεύεται από συμπτώματα. Είναι λοιπόν μείζονος σημασίας να μπορούν να αναγνωρισθούν κάποια από αυτά για να μπορεί να γίνει έγκαιρα η αντιμετώπιση της. Ποια είναι αυτά τα συμπτώματα; Διακρίνονται σε δύο κύριες ομάδες α)αυτά που οφείλονται στην ενεργοποίηση του αυτονόμου νευρικού συστήματος και των αντιρροπιστικών ορμονών και β) εκείνα που οφείλονται στην ανεπαρκή πρόσληψη γλυκόζης από το κεντρικό νευρικό σύστημα. Τα τελευταία συνήθως παρουσιάζονται σε ακόμα χαμηλότερες τιμές σακχάρου. Η κλινική λοιπόν εικόνα που παρουσιάζει ένας ασθενής κατά τη διάρκεια της υπογλυκαιμίας είναι συνάρτηση τόσο των επιπέδων του σακχάρου του αίματος, όσο και της ταχύτητας με την οποία αυτό μειώνεται (ρυθμός πτώσης σακχάρου αίματος) και μπορεί να παρουσιαστεί με ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα συμπτώματα:
Εκδηλώσεις από το αυτόνομο νευρικό σύστημα
- Τρέμουλο, άγχος, νευρικότητα,
- Αίσθημα παλμών, ταχυκαρδία
- Εφίδρωση, αίσθημα θερμότητα
- Αίσθημα «μουδιάσματος"
- Ωχρότητα
- Πείνα, θάμβος οράσεως
- Ναυτία, έμετος, κοιλιακή δυσφορία
- Κεφαλαλγία
Εκδηλώσεις από το Κεντρικό Νευρικό Σύστημα ( νευρογλυκοπενικές )
- Ευερεθιστότητα
- Αλλαγή προσωπικότητας, συναισθηματική αστάθεια
- Κόπωση, αδυναμία, απάθεια, λήθαργος, ύπνος
- Σύγχυση, αμνησία
- Δυσκολία στην ομιλία `
- Λήθαργος, κώμα, μη φυσιολογική αναπνοή
- Γενικευμένες ή εστιακές επιληπτικές κρίσεις
Πόσο συχνά εμφανίζεται η υπογλυκαιμία σε ένα διαβητικό ασθενή; Από μελέτες που έχουν γίνει έχει φανεί πως δεν είναι καθόλου σπάνια επιπλοκή, φτάνει να αναφερθεί ότι ένας στους πέντε ασθενής που λαμβάνουν αγωγή με ινσουλίνη ή με αντιδιαβητικά δισκία που έχουν ινσουλινοεκκριτική δράση (σουλφονυλουρίες, μεγλιτινίδες), θα παρουσιάσει υπογλυκαιμικά συμπτώματα. Μικρότερης έντασης συμπτωματολογία την οποία αντιλαμβάνονται οι ασθενείς και διορθώνουν μόνοι τους θεωρείται ελαφρά υπογλυκαιμία, ενώ αν χρειάζεται υποστήριξη από δεύτερο άτομο ή και ενδοφλέβια χορήγηση αγωγής θεωρείται σοβαρή υπογλυκαιμία.
Άλλα συνήθη αίτια εμφάνισης υπογλυκαιμικών επεισοδίων είναι η παράλειψη ή η μεγάλη καθυστέρηση ενός γεύματος, η μειωμένη πρόσληψη αμυλούχων τροφών, η κατανάλωση αλκοόλ καθώς και η αυξημένη φυσική δραστηριότητα χωρίς την παράλληλη λήψη αυξημένης ποσότητας τροφής πλούσιας σε υδατάνθρακες. Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται επίσης σε ηλικιωμένα άτομα τα οποία παρουσιάζουν κάποιο βαθμό νεφρικής δυσλειτουργίας και λαμβάνουν υπογλυκαιμικούς παράγοντες. Υπάρχουν βέβαια και πολλές άλλες καταστάσεις που μπορούν περισσότερο ή λιγότερο να συμβάλλουν στην εμφάνιση υπογλυκαιμικών επεισοδίων.
Στατιστικά πάνω από τα μισά διαγνωσμένα περιστατικά υπογλυκαιμίας σε τμήμα επειγόντων οφείλονται στο είδος της θεραπείας (ινσουλίνη, σουλφονυλουρίες), στην μη συμμόρφωση των ασθενών στις ιατρικές οδηγίες και στην αλληλεπίδραση με άλλα φάρμακα. Δεδομένων των κινδύνων που προκαλούν οι υπογλυκαιμίες (απώλεια αισθήσεων, πτώσεις, τραυματισμοί, κώμα που μπορεί να είναι απειλητικοί για τη ζωή του ασθενούς) θα πρέπει να δίνεται η δέουσα προσοχή στην εκπαίδευση των ασθενών και στην επιλογή της κατάλληλης φαρμακευτικής αγωγής με στόχο την αποφυγή αυτών. Ο αυτοέλεγχος με μετρητή σακχάρου βοηθά σημαντικά στην πρόληψη των υπογλυκαιμιών. Η σωστή δοσολογία της ινσουλίνης ή των δισκίων, και οι κατάλληλες οδηγίες σχετικά με τη διατροφή και τη σωματική δραστηριότητα πρέπει να διδάσκονται με σαφήνεια και πληρότητα σε κάθε διαβητικό ασθενή.
Στην προσπάθεια αποφυγής των υπογλυκαιμιών έχει συμβάλει σημαντικά η ιατρική έρευνα εδώ και πολλά χρόνια. Νέα ανάλογα ινσουλίνης έχουν δημιουργηθεί με σκοπό να μιμηθούν όσο το δυνατόν καλύτερα την φυσιολογική έκκριση ινσουλίνης ενώ υπάρχει πλέον σημαντική εμπειρία και από την χρήση φαρμάκων που <<εκμεταλλεύτηκαν>> το φαινόμενο της ινκρετίνης. Πολλές κλινικές μελέτες αλλά και η καθ ημέρα πράξη έδειξαν πως η χρήση αυτών είναι ασφαλής και αποτελεσματική. Ιδιαίτερα σε ηλικιωμένους ασθενής με νεφρική νόσο όπου η πλειοψηφία των αντιδιαβητικών δισκίων αντενδείκνυται η χρήση αναστολέων DDP4 αποτελεί μια από τις σημαντικότερες και ασφαλέστερες επιλογές.
Συνοπτικές οδηγίες για την πρόληψη και αντιμετώπιση της υπογλυκαιμίας:
- Δεν πρέπει να παραλείπονται τα κύρια γεύματα κατά τη διάρκεια της ημέρας.
- Το κάθε γεύμα πρέπει να περιέχει απαραιτήτως κάποια ποσότητα υδατανθράκων
- Δεν πρέπει να παραλείπονται τα ενδιάμεσα γευματίδια.
- Πρέπει να αυξάνεται η περιεκτικότητα του γεύματος σε υδατάνθρακες, όταν ακολουθεί άσκηση ενώ συχνά συνιστάται η μείωση της δόσης της.
- Να αποφεύγεται η αυθαίρετη αύξηση της δοσολογίας της προσλαμβανόμενης ινσουλίνης ή των αντιδιαβητικών δισκίων
- Η κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών πρέπει να γίνεται με μέτρο.
- Συνήθως, ένα ποτήρι χυμός ή αναψυκτικό με ζάχαρη αρκούν για να επανέλθει το σάκχαρο σε φυσιολογικά επίπεδα. Εναλλακτικά, μπορεί να χρησιμοποιηθούν ταμπλέτες γλυκόζης ή νερό με 2-3 κουταλάκια ζάχαρη. Δεν προτείνεται η χρήση σοκολάτας γιατί το λίπος που περιέχει επιβραδύνει την απορρόφηση της γλυκόζης.
- Εάν η υπογλυκαιμία είναι σοβαρή και ο διαβητικός δεν είναι σε θέση να καταπιεί, γίνεται ένεση γλυκαγόνης (υποδορίως, ενδομυϊκώς ή ενδοφλεβίως. Αν δεν υπάρχει ένεση γλυκαγόνης, μπορεί να χορηγηθεί ζάχαρη ή μέλι και να γίνουν μαλάξεις στα ούλα.
Η καλύτερη αντιμετώπιση των υπογλυκαιμιών ωστόσο παραμένει η πρόληψη γι αυτό είναι απαραίτητη η συμμόρφωση των ασθενών στις ιατρικές οδηγίες.
http://www.elodi.org/wp-content/uploads/sd26.pdf